- φαινοπλάστες
- οι, Ν(χημ.τεχνολ.) συνοπτική ονομασία μακρομοριακών χημικών ενώσεων οι οποίες προκύπτουν από τις αντιδράσεις πολυσυμπύκνωσης τών διαφόρων αλδεϋδών και φαινολών και από τις οποίες συνηθέστερες είναι οι ρητίνες φαινόλης - φορμαλδεΰδης, αλλ. φαινολοπλάστες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenoplast < pheno- (< φαίνω) + -plast < πλαστός < πλάσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.